υποτιμητής

υποτιμητής
ο / ὑποτιμητής, ΝΑ [ὑποτιμῶ]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στην υποτίμηση τής αξίας («υποτιμητές τού συναλλάγματος»)
2. αυτός που επιδιώκει τη μείωση τών χρηματιστηριακών αξιών με πωλήσεις ή αθρόα προσφορά τίτλων
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο βοηθός τού κήνσορα, τού τιμητή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτιμητής — subcensor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτιμητής — ο αυτός που υποβιβάζει τις τιμές (την αξία) των πραγμάτων (εμπορευμάτων, χρεογράφων κτλ.): Υποτιμητές του συναλλάγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτιμητοῦ — ὑποτιμητής subcensor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”